Οικονομία

Ο πολιτικές ηγεσίες που κυβέρνησαν τη χώρα, κατά τα τελευταία πενήντα χρόνια 1974 – 2024, αδύναμες να διαμορφώσουν βιώσιμες και ισχυρές εθνικές πολιτικές για να πραγματώσουν το μείζον αίτημα της ελληνικής κοινωνίας για ανάπτυξη, σύγκλιση του βιοτικού επιπέδου με το ευρωπαϊκό, ανάπτυξη και ελεύθερη επιχειρηματικότητα, κοινωνική δικαιοσύνη, κράτος πρόνοιας – welfare state, με δομικές και διαρθρωτικές αλλαγές, προσέφυγαν στην πολιτική των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και της διεύρυνσης του δημοσίου χρέους. Έτσι αναπτύχθηκε μια άμετρη και πολλές φορές αμοράλ φιλοδοξία τμήματος της νέας μεταπολεμικής γενιάς, η οποία προκειμένου να αυξήσει το μερίδιο συμμετοχής της στον παραγόμενο πλούτο, δεν δίστασε ακόμη και να μεταφέρει δημοσιονομικά βάρη, μέσω δανεισμού, στις επερχόμενες γενιές, οι οποίες καλούνται τώρα να αποπληρώσουν τον δανεισμό αυτό.
Στην κορύφωση της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, η Ελλάδα έχει υποστεί τη μεγαλύτερη μεταπολεμικά μείωση του εθνικού εισοδήματος και του βιοτικού επιπέδου του λαού της. Μέσα σε πέντε χρόνια 2009-2013 αφαιρέθηκε επίσημο εισόδημα από τη χώρα μας της τάξης των 55 δις ευρώ περίπου. Και παρά τις επώδυνες, αιματηρές αυτές θυσίες, η θέση της χώρας συνεχίζει να διαγράφεται περισσότερο αβέβαιη παρά ποτέ. Οι άνεργοι και οι υποαπασχολούμενοι υπερβαίνουν το 1/3 του ενεργού πληθυσμού. Εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά, Έλληνες και Ελληνίδες έχουν χάσει τη δουλειά τους, τα μέσα διαβίωσής τους, ενώ ακόμη κινδυνεύουν να χάσουν και τα σπίτια τους. Πάνω από 900.000 οικογένειες ή 2,5 εκατομμύρια ανδρών και γυναικών, βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας, δηλαδή διαθέτουν εισόδημα κάτω από 5,700 ευρώ το χρόνο για ένα μονομελές νοικοκυριό και κάτω από 11,900 ευρώ για ένα τετραμελές νοικοκυριό. Το χάσμα της φτώχειας, ως μέτρο μέτρησης των τραγικών συνθηκών που ζουν σήμερα χιλιάδες ελληνικές οικογένειες, δείχνει ότι το 50% των φτωχών έχει εισόδημα κάτω από 4.000 ευρώ το χρόνο. 3,8 εκατομμύρια Έλληνες και Ελληνίδες βρίσκονται είτε σε κίνδυνο φτώχειας είτε σε κατάσταση κοινωνικού αποκλεισμού και ζουν με υλικές στερήσεις ή διαβιούν σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας.  Πάνω από 1 εκατομμύριο οικογένειες δεν έχουν κανένα μέλος που να έχει θέση εργασίας και όταν έχουν εργάζεται λιγότερο από 3 μήνες συνολικά το χρόνο.

ΙΙ. Λειτουργία μιας χώρας σε έναν υπερεθνικό οργανισμό.
Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι στον σύγχρονο κόσμο, και ιδιαίτερα στον κόσμο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καμιά πολιτικά ανεξάρτητη χώρα δεν διατηρεί απόλυτη κυριαρχία επί όλων των οργάνων άσκησης των διαφόρων πολιτικών που έχουν εκχωρηθεί οικιοθελώς και κυρίως των πολιτικών άσκησης οικονομικής πολιτικής. Σημαντικές δεσμεύσεις για την άσκηση απόλυτης κυριαρχίας προκύπτουν ήδη από τις διεθνείς συμβάσεις που η χώρα έχει συνυπογράψει. Και η κοινή πείρα διδάσκει ότι στην περίπτωση μικρών και σχετικά λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών, όπως η Ελλάδα, ο βαθμός δεσμευτικότητας των συμβατικών υποχρεώσεων τείνει να είναι μεγαλύτερος, αφού ελλείπει η ισχύς που συχνά υποκαθιστά το συμβατικό δικαίωμα ή υπερακοντίζει τη συμβατική υποχρέωση. Αλλά και η άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων, που δεν υπόκεινται επίσημα σε διεθνείς ή διμερείς συμβατικές δεσμεύσεις, στην πράξη δεσμεύεται λόγω της επιρροής των ισχυρών.
Εδώ πολλοί υψώνουν κραυγές περί «εθνικής κυριαρχίας», ακόμη μιλούν για «μη αποδοχή του χρέους», «να κατακεραυνώσουμε τους διεθνείς τοκογλύφους», «να προχωρήσουμε σε επαναδιαπραγμάτευση με την τρόικα» και «να τους εξαναγκάσουμε να δεχθούν το κράτος τέρας που έχουμε δημιουργήσει, να συνεχίσουν να μας δανείζουν». Ενώπιον αυτών των κραυγών, ένα ερώτημα κυριαρχεί: Υπάρχει, όμως, άλλος δρόμος; Μπορούμε να μην τηρήσουμε τις δεσμεύσεις μας επικαλούμενοι την προσφιλή μας φράση περί εθνικής ιδιαιτερότητας;
Απάντηση σ’ αυτό είναι μία ισχυρή εθνική διαπραγμάτευση, η οποία να προσδιορίζει, κάθε φορά, την εθνική θέση ανάλογα με τα σχέδια προτάσεων που κατατίθενται για λήψη απόφασης. Και πρέπει να τονιστεί ότι στα διεθνή υπερεθνικά όργανα και οργανισμούς ισχύει η αρχή της επιδίωξης της συμβιβαστικής επίλυσης. Δηλαδή, οι όποιες αποφάσεις λαμβάνονται να είναι προϊόν συμβιβασμού των επί μέρους εθνικών θέσεων και όχι επιβολής μιας εθνικής θέσης πάνω σε άλλη.

ΙΙΙ. Η νέα θεσμική πραγματικότητα εντός του ευρώ.
Κατ’ αρχήν στη Συνθήκη του Μάαστριχτ δεν υπάρχει πρόβλεψη για έξοδο από το ευρώ. Μετά την ανταλλαγή του εθνικού νομίσματος με το ευρώ η δυνατότητα αναστροφής δεν είναι εφικτή και προβλεπόμενη. Η όποια μονομερής ενέργεια θα είναι καταστροφική, θα οδηγήσει σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας. Συναλλαγματικά ισοδύναμα δεν υπάρχουν, οι εξαγωγές υπολείπονται κατά πολύ των εισαγωγών και μένουν μόνο οι αβέβαιοι άδηλοι πόροι να στηρίζουν την όποια ισοσκέλιση στο ισοζύγιο πληρωμών. Δεν αρκούν. Ακόμη, οι αποφάσεις για την «ελεγχόμενη πτώχευση» της χώρας μας, το PSI, την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και το μνημόνιο εφαρμοστικών μέτρων οικονομικής και χρηματοδοτικής πολιτικής έχουν ήδη ολοκληρωθεί. Αποτελούν μία νέα πολιτική, οικονομική και κοινωνική «θεσμική πράξη». Έπεται η διαφαινόμενη εγγύηση, στο επίπεδο Ευρωζώνης, της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους,
Η μόνη πρόβλεψη που υπάρχει στη Συνθήκη Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, είναι η διαδικασία οικειοθελούς αποχωρήσεως του άρθρου 50 της Συνθήκης για την Ε.Ε. Και αυτή πάλι μετά από διαπραγματεύσεις και πάροδο μιας άγνωστης περιόδου. Εμπειρία δεν υπάρχει. Ακόμη κι αν μια χώρα προχωρήσει στο μονομερές αυτό τόλμημα, οι διαπραγματεύσεις για το νόμισμα, στο οποίο θα πληρωθεί το χρέος, είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσουν σε κατάρρευση κάθε διαπραγματευτικής ισχύος.
Ακόμη, αυτό που προβλέπεται σήμερα στη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην περίπτωση διαπίστωσης αποκλίσεων από τους ονομαστικούς στόχους που θέτει η Συνθήκη για την οικονομική και νομισματική ένωση, είναι η διαδικασία περί υπερβολικού ελλείμματος και ειδικότερα, η σύσταση του άρθρου 126 προς τα κράτη μέλη να αποφεύγουν τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα. Η σύσταση αυτή, λόγω του υφεσιακού κύκλου που πλήττει την ευρωζώνη, δεν ακολουθείται από καμία σχεδόν χώρα. Οι μεγάλες αποκλίσεις του ύψους του δημοσίου χρέους της κάθε χώρας, και η αδυναμία ορισμένων χωρών να δανειστούν από τις διεθνείς χρηματαγορές, οδήγησαν σε υιοθέτηση μέτρων λιτότητας, ακόμη και στην υπογραφή συνθήκης δημιουργίας του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου (ESM), κατά το πρότυπο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, υπό τον τίτλο «Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητος».
Από την άλλη πλευρά η αρχή της no – bailout clause έχει αποτρέψει, μέχρι σήμερα, την υιοθέτηση του ευρωομολόγου, γνωστό ως «ομόλογο σταθερότητος – stability bond», όπως το ονομάζει σε έκθεσή της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η αρχή αυτή που περιλαμβάνεται στις Συνθήκες και δηλώνει ότι «κανένα κράτος μέλος της ευρωζώνης δεν μπορεί να υποχρεωθεί να σταθεί αλληλέγγυο για το χρέος ενός άλλου κράτους», έχει, προς το παρόν, ακυρώσει κάθε προσπάθεια για έμπρακτη αλληλεγγύη και στήριξη των χωρών με δημοσιονομικό πρόβλημα στην ομαλή δανειοδότησή τους, προκειμένου να στηριχθούν δυναμικές αναπτυξιακές και άλλες εθνικές ή κοινοτικές πολιτικές. Οι όποιες προσπάθειες για άρση του εμποδίου προσκρούουν, ακόμη, στην μέχρι σήμερα επίσημη θέση της Κοινότητας που δεν αφήνει κανένα περιθώριο: η ρήτρα αυτή των συνθηκών ισχύει και δεν προβλέπεται καμία παρέκκλιση.  
Η προσφυγή στην αρχή της κοινοτικής αλληλεγγύης που προβλέπεται στο άρθρο 122 της Συνθήκης και σύμφωνα με την οποία «όταν ένα κράτος μέλος αντιμετωπίζει δυσκολίες ή διατρέχει μεγάλο κίνδυνο να αντιμετωπίσει σοβαρές δυσκολίες, οφειλόμενες σε φυσικές καταστροφές ή έκτακτες περιστάσεις που εκφεύγουν από τον έλεγχό του, το Συμβούλιο, προτάσσει της Επιτροπής, μπορεί να αποφασίσει να του χορηγήσει, υπό ορισμένους όρους, χρηματοδοτική ενίσχυση της Ένωσης», αποτελεί και το ισχυρό πλαίσιο νομικής βάσης για υπέρβαση της no bail out clause. Ήταν και το πρώτο στήριγμα στη βοήθεια που χορηγήθηκε στη χώρα μας το 2010, με άμεσο δανεισμό από τα κράτη μέλη της ευρωζώνης.

IV. Οι δεσμεύσεις στο περιβάλλον της ευρωζώνης.
Στην ευρωζώνη το περιβάλλον είναι πλήρως δεσμευτικό και η ενισχυμένη δημοσιονομική εποπτεία δεν αφήνει πολλά περιθώρια εθνικής διαφορετικότητος. Υπάρχουν κρίσιμες δεσμεύσεις όπως:

  • Η θέσπιση κανόνων σχετικά με την ισοσκέλιση του προϋπολογισμού, σε διαρθρωτικούς όρους, που να ενσωματώνουν τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης στην εθνική νομοθεσία, κατά προτίμηση σε συνταγματικό ή ισοδύναμο επίπεδο.
  • Η ενίσχυση του εθνικού δημοσιονομικού πλαισίου, πέραν της οδηγίας σχετικά με τις απαιτήσεις ότι οι εθνικοί προϋπολογισμοί. θα πρέπει να βασίζονται σε ανεξάρτητες προβλέψεις ανάπτυξης.
  • Η πρόσκληση προς τα εθνικά κοινοβούλια να δεσμευθούν ότι λαμβάνουν υπόψη τις συστάσεις που εκδίδονται σε επίπεδο ΕΕ σχετικά με την εφαρμογή των οικονομικών και δημοσιονομικών πολιτικών.
  • Η διαβούλευση με την Επιτροπή και τα υπόλοιπα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ, πριν από την έγκριση οποιωνδήποτε σημαντικών προγραμμάτων, για τη μεταρρύθμιση των δημοσιονομικών ή οικονομικών πολιτικών με ενδεχόμενες δευτερογενείς επιπτώσεις, ώστε να τους δοθεί η δυνατότητα να εκτιμήσουν τον όποιο αντίκτυπο στο σύνολο της ζώνης του ευρώ.
  • Η δέσμευση για αυστηρή τήρηση των συστάσεων της Επιτροπής και του οικείου Επιτρόπου όσον αφορά την εφαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
    Περαιτέρω, και για τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ στα οποία εφαρμόζεται διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, έχει συμφωνηθεί και προβλέπεται στενότερη παρακολούθηση και επιβολή της κοινοτικής νομοθεσίας με τους εξής τρόπους:
  • Η Επιτροπή και το Συμβούλιο μπορούν να εξετάζουν τα σχέδια εθνικών προϋπολογισμών και μέτρα για την αντιμετώπιση των ανισορροπιών και να γνωμοδοτούν επ’ αυτών, πριν από την έγκρισή τους από τα αντίστοιχα εθνικά κοινοβούλια.
  • Η Επιτροπή παρακολουθεί την εκτέλεση των προϋπολογισμών και, εάν απαιτείται, προτείνει τροποποιήσεις κατά τη διάρκεια του έτους.
  • Στην περίπτωση αποκλίσεων κατά την εφαρμογή προγράμματος προσαρμογής, εφαρμόζεται στενότερη παρακολούθηση και συντονισμός της εφαρμογής του.