Ανάπτυξη

Οι δυσμενείς και σοβαρές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης στην Ελλάδα, καθώς και σε άλλα κράτη μέλη της ευρωζώνης, αποδεικνύουν ότι η ύφεση και η ανεργία στη χώρα μας σήμερα, δεν αποτελούν παράπλευρες απώλειες της οικονομικής και νομισματικής κρίσης. Αντίθετα, συνιστούν αναμενόμενα αρνητικά χαρακτηριστικά των ασκούμενων πολιτικών, οι οποίες ουσιαστικά μεταφέρουν τους πόρους της οικονομίας στο έλλειμμα και το χρέος. Το αποτέλεσμα συνίσταται στην στέρηση της ελληνικής οικονομίας από πόρους για επενδύσεις, ανάπτυξη και απασχόληση.
Παράλληλα, οι πολιτικές της εσωτερικής υποτίμησης είχαν καταστροφικές συνέπειες σε όλες τους δείκτες της ελληνικής οικονομίας. Ιδιαίτερα η πτώση των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, στα επίπεδα του 1994, δημιούργησαν ανησυχητικές συνθήκες αποεπένδυσης, με την έννοια της απώλειας σημαντικού τμήματος του παραγωγικού δυναμικού της ελληνικής οικονομίας. Στο επίπεδο αυτό, οι πολιτικές της τρόικας οδηγούν τη χώρα μας σε παρόμοιες συνθήκες κατάρρευσης με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, των κεντρικά σχεδιαζόμενων οικονομιών.
Οι εξελίξεις αυτές σημαίνουν, μεταξύ των άλλων, ότι η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης δεν αποτελεί μόνο ένα μείγμα πολιτικής ανεπιτυχούς διαχείρισης της κρίσης, αλλά επιπλέον αποτελεί μια συγκροτημένη πολιτική μετάβασης από το υπόδειγμα της άνισης ανάπτυξης στο υπόδειγμα ενσωμάτωσης της ελληνικής οικονομίας στην περιφέρεια των ανεπτυγμένων οικονομιών της Ευρώπης, ως φτωχός εταίρος με χαμηλούς μισθούς και βιοτικό επίπεδο. Και αυτό μέσα από ένα βίαιο οικονομικό μετασχηματισμό, όπως παρατηρήθηκε στην Πολωνία, Ρωσία, Ρουμανία, Βουλγαρία. Και υπάρχει διάχυτη η εντύπωση στο λαό μας, ότι μας οδηγούν σε συνθήκες ακραίας φτωχοποίησης γιατί ο στόχος τους είναι να εκμεταλλευτούν για λογαριασμό τους, κλαδικούς τομείς – φιλέτα, όπως η ενέργεια-υδρογονάνθρακες, οι υποδομές-κατασκευές, οι Τράπεζες, ο πρωτογενής τομέας-τρόφιμα-ποτά, ο τουρισμός, τα Ακίνητα. Για μας, όμως, όσο αποδιαρθρώνεται και απαξιώνεται το παραγωγικό και τεχνολογικό υπόβαθρο της ελληνικής οικονομίας, τόσο θα σπανίζει η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και η παραγωγική δυνατότητα ανασυγκρότησης της οικονομίας.
Εκτίμησή μας είναι ότι το πρόβλημα της απασχόλησης θα είναι καθοριστικό στις επόμενες δύο δεκαετίες τόσο από την πλευρά της αποτελεσματικής καταπολέμησης της ανεργίας, όσο και από την πλευρά των επενδύσεων και της ανάπτυξης για την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Διαπιστώνεται, δηλαδή, ότι η ανάπτυξη και η απασχόληση αποτελούν τις νέες προκλήσεις του μέλλοντος. Από την άποψη αυτή η ελληνική οικονομία δεν θα επιστρέψει σε διαρκή ανάπτυξη εάν δεν ρυθμίσει την αγορά εργασίας και δεν διαμορφώσει το επίπεδο των μισθών μέσω ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων και συλλογικών συμβάσεων εργασίας.

X. Επανατοποθέτηση του ελληνικού προβλήματος.
Το ειδικό ελληνικό πρόβλημα συνίσταται στο γεγονός ότι η χώρα μας δεν μπορεί πλέον να επιβιώσει με τα μέτρα που επιβάλλουν τα Μνημόνια  και οι δανειακές συμβάσεις. Δεν μπορεί να επιβιώσει με ένα πρόγραμμα που έχουν επιβάλλει οι δανειστές και στοχεύει στο βίαιο μετασχηματισμό του αναπτυξιακού μοντέλου που είχε η χώρα μας μέχρι το 2008. Ένα μοντέλο προϊόν της άνισης ανάπτυξης Βορρά – Νότου, των ελλειμμάτων και του χρέους. Αυτό, όμως, που συνιστά και το μέγιστο κίνδυνο για την επιβίωση του έθνους μας, την εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία, είναι η στόχευση διεθνών θεσμών και οικονομικών οργανισμών για διείσδυση στην ελληνική οικονομία με Δούρειο Ίππο το τραπεζικό σύστημα. Σε πρώτη φάση διεθνή χρηματοδοτικά ιδρύματα, τα funds, συμμετέχουν στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών καθώς και με αγορά μετοχών στο χρηματιστήριο. Στη συνέχεια, μέσα από τις τράπεζες που αγοράζουν, γίνονται μέτοχοι στις επιχειρήσεις που έχουν πάρει δάνεια και δεν μπορούν να τα αποπληρώσουν. Οι κλάδοι που έχουν επιλέξει, φαίνονται στο ταμπλό του χρηματιστηρίου και είναι η ενέργεια – υδρογονάνθρακες, κατασκευές – οικοδομές, ο πρωτογενής τομέας, οι τράπεζες, τα τρόφιμα – ποτά και η φαρμακοβιομηχανία. Οι κλάδοι αυτοί είναι και οι πλέον κρίσιμοι κλάδοι αιχμής, γιατί εάν θέλουμε να εκπονήσουμε ένα σχέδιο εθνικής οικονομικής – παραγωγικής ανασυγκρότησης αυτούς τους κλάδους επιλέγουμε. Σ’ αυτούς τους κλάδους έχουμε το βέλτιστο συγκριτικό πλεονέκτημα και μπορούν να αναχθούν σε ηγετικούς κλάδους για την οικονομική μας ανάσταση.
Είναι, λοιπόν, αναγκαία η επανατοποθέτηση του ειδικού ελληνικού προβλήματος, στο επίπεδο των δεκαοκτώ χωρών της ευρωζώνης, που θα αναγνωρίζει τα ιδιαίτερα προβλήματα της ελληνικής οικονομικής και δημοσιονομικής κατάστασης και θα αποδέχεται ένα διαφορετικό καθεστώς από αυτό που προβλέπεται από τα Μνημόνια και τις Δανειακές Συμβάσεις. Η διαπραγμάτευση που θα γίνει δεν μπορεί παρά να έχει εθνικό χαρακτήρα, γιατί αναφέρεται στην ίδια την επιβίωση του έθνους και του λαού μας. Δεν πρόκειται για επιδίωξη συντεχνιακών συμφερόντων, ούτε για προστασία μεμονωμένων κλάδων. Αφορά το ίδιο το Έθνος. Το διακύβευμα είναι να μην μετατραπεί η χώρα μας σε νεοαποικία και φτωχό περιφερειακό δορυφόρο μιας μητρόπολης που δεν είναι μόνον στις Βρυξέλλες, το Παρίσι και τη Φρανκφούρτη, αλλά και στην Ουάσιγκτον. Σ’ αυτή την εθνική διαπραγμάτευση, όπλο μας είναι το έλλειμμα στη Συνθήκη του Μάαστριχτ για το ευρώ αναφορικά με τις πολιτικές που πρέπει να εφαρμόζονται στην περίπτωση εκτροχιασμού, όχι των νομισματικών στόχων, αλλά των ποιοτικών πολιτικών όπως η καταπολέμηση της ανεργίας, η ανάπτυξη της οικονομίας κατά τον υφεσιακό κύκλο, η κοινωνική πολιτική, το κράτος πρόνοιας. Δεν υπάρχουν μαγικές συνταγές πώς μια χώρα όπως η Ελλάδα, που ζει συνθήκες έντονου υφεσιακού κύκλου στην οικονομία της, με την ανεργία να φθάνει στο 30% του εργατικού δυναμικού της και την υποαπασχόληση να δημιουργεί απαράδεκτες κοινωνικές καταστάσεις, μπορεί να περάσει εύκολα σε μόνιμους ρυθμούς ανάπτυξης, να δώσει λύσεις στα έντονα κοινωνικά προβλήματα. Δεν υπάρχει «άνετη» εφαρμογή πολιτικών εξόδου από την κρίση και τον υφεσιακό κύκλο. Και η προβληματικότητα αυτή επιτείνεται ακόμη περισσότερο αν ληφθεί υπόψη ότι στις διατάξεις της Συνθήκης Ευρώ, προβλέπεται ότι το υπάρχον χρέος και η ανάληψη νέου χρέους ανήκουν στην εθνική πολιτική. Εννοείται, βέβαια, ότι και τα μέτρα υπέρβασης της κρίσης είναι αποκλειστικά εθνικά. Γι’ αυτό σε κάθε ανακοίνωση Συνόδου Κορυφής περί του προγράμματος για την Ελλάδα, τόνιζαν με θρησκευτική προτεσταντική ευλάβεια ότι «το πρόγραμμα είναι ελληνικής ιδιοκτησίας».
Η υπέρβαση του μείζονος αυτού προβλήματος των ενωσιακών Συνθηκών τοποθετείται πρώτο στην agenda μιας συνεχούς Εθνικής Διαπραγμάτευσης, στην πορεία προς αποκατάσταση των δημοσίων οικονομικών της χώρας και άμεση σύνδεση μέτρων προσαρμογής με την ανάπτυξη της οικονομίας μας. Απαιτείται, νέα οικονομική πολιτική (ΝΟΠ), διότι οι συντηρητικές κυβερνήσεις της Ευρώπης, η Τρόικα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ο ΟΟΣΑ, αποτελούν το άλλοθι για να συνεχίζεται η αντιφατική, αναποτελεσματική, μυωπική πολιτική λιτότητας, στο όνομα δήθεν της δημοσιονομικής εξυγίανσης και της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους. Μία καθαρά εισπρακτική πολιτική που ρίχνει το κόστος προσαρμογής στους εργαζομένους, στους ανέργους, στους μισθωτούς, στους μικρομεσαίους, στους αγρότες, στους συνταξιούχους. Είναι προφανές ότι η πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης αλληλοτροφοδοτεί την ύφεση με την ανεργία και την σε απόλυτους και σχετικούς όρους αύξηση του χρέους. Η πολιτική αυτή είναι όχι μόνο αντικοινωνική, αλλά και αντιαναπτυξιακή. Απάντηση είναι η εναλλακτική στρατηγική της ανασυγκρότησης της οικονομίας και των επιχειρήσεων που αλληλοτροφοδοτεί την ανάπτυξη με την απασχόληση και την αποκλιμάκωση του χρέους.