Αρκετά χρόνια μετά την έναρξη της δημοσιονομικής και τραπεζικής κρίσης, διαπιστώνεται ότι η Ελλάδα παρουσιάζει έλλειμμα κοινωνικής δικαιοσύνης. Παρά το ότι έχει υποστεί τη μεγαλύτερη μεταπολεμικά μείωση του εθνικού εισοδήματος, τα κέρδη της οικονομικής ανάπτυξης των τριών καλύτερων δεκαετιών 1980 – 2008, έχουν μεταφερθεί στο 10% των πλουσιότερων οικογενειών, αυξάνοντας ακόμη περισσότερο το κενό της οικονομικής ανισότητας.
Παράλληλα, στο ευρωπαϊκό επίπεδο αποτελεί μη συμβατικό μέτρο η επιβεβλημένη ένταξη της πολιτικής καταπολέμησης της ανεργίας στην μακρο-οικονομική πολιτική. Στην κατεύθυνση αυτή επιβάλλεται:
(α) εγκαθίδρυση της στρατηγικής ισομερούς ανάπτυξης μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ και, (β) η προσθήκη στα τρία κριτήρια του Μάαστριχτ (χρέος, ελλείμματα, πληθωρισμός) τέταρτου κριτηρίου που θα αναφέρεται στο επίπεδο της απασχόλησης ή της ανεργίας, ως αναγκαίο μέτρο ουσιαστικής και αποτελεσματικής αντιμετώπισης της ανεργίας στην Ευρώπη και στα κράτη μέλη.
Η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων και των Ελληνίδων ανησυχούν σοβαρά για την εργασιακή σταδιοδρομία των παιδιών τους και για το αν θα μπορέσουν να διασφαλίσουν το βιοτικό επίπεδο που οι ίδιοι γνώρισαν τις τρεις τελευταίες δεκαετίες. Οι Θεσμοί, οι πολιτικές και οι κυβερνητικές πρακτικές όπως έχουν επιβληθεί μονομερώς σήμερα, δεν αντιπροσωπεύουν μια κοινωνία δικαιοσύνης ούτε υπηρετούν τις ανάγκες των εργαζομένων οικογενειών και της κοινωνίας στο σύνολό της.